Ο Ναός του Ολυμπίου Διός ή Ολυμπιείο, στην καθομιλουμένη αναφερόμενος ως Στήλες του Ολυμπίου Διός ή (ετυμολογικά ορθότερα) Στύλοι του Ολυμπίου Διός είναι σημαντικός αρχαίος ναός στο κέντρο της Αθήνας. Παρότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν ολοκληρώθηκε παρά επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού τον 2ο αιώνα μ.Χ. Αποτέλεσε τον μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους.
Τοποθεσία και ιστορία του ναού
Ο ναός βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακρόπολης και περίπου 700 μέτρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο Παυσανίας (Α' 18, 8) αναφέρει, οτι κατά την αθηναϊκή τοπική παράδοση το ιερό με το ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα το πρωτοδημιουργήθηκε από το γενάρχη των Ελλήνων, τον Δευκαλίωνα:
τοῦ δὲ Ὀλυμπίου Διὸς Δευκαλίωνα οἰκοδομῆσαι λέγουσι τὸ ἀρχαῖον ἱερόν, σημεῖον ἀποφαίνοντες ὡς Δευκαλίων Ἀθήνῃσιν ᾤκησε τάφον τοῦ ναοῦ τοῦ νῦν οὐ πολὺ ἀφεστηκότα.
Κατά μια άποψη, τα θεμέλια του πρώτου ναού στο χώρο, είχε κτίσει ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος το 515 π.Χ. αλλά οι εργασίες σταμάτησαν όταν ο γιος του Πεισιστράτου, Ιππίας εκδιώχθηκε από την πόλη το 510 π.Χ. Επικρατέστερη, όμως, είναι η άποψη ότι ο ναός αυτός άρχισε να κτίζεται (και έφτασε ως τα θεμέλια) κατά το β' τέταρτο του έκτου αιώνα π. Χ. από τον τύραννο Πεισίστρατο (561 - 527 π. Χ.)[8], και το έργο εγκαταλείφθηκε όταν αυτός πέθανε και ακολούθησαν αναταραχές στο Αθηναϊκό κράτος. Όπως και να έχει, αρχιτέκτονες του έργου αναφέρονται οι Αντιστάτης, Κάλλαισχρος, Αντιμαχίδης καί Φόρμος. Αλλού αντί για τον Φόρμο στη βιβλιογραφία αναφέρεται ο Πωρίνος.
Κατά τη διάρκεια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Στο έργο του Πολιτική, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το ναό ως παράδειγμα για το πώς τα τυραννικά καθεστώτα αναγκάζουν τον πληθυσμό να ασχολείται με τεράστια έργα, μην αφήνοντας τους χρόνο, ενέργεια και τρόπους αντίδρασης.
Η αποπεράτωση του ναού έγινε τον 2ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Μακεδονικής κυριαρχίας στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του Ελληνιστικού βασιλιά Αντιόχου του Δ΄ Επιφανούς (βασίλευσε στη Συρία ανάμεσα στο 175 και το 164 π.Χ.), που προσέλαβε τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο να σχεδιάσει τον μεγαλύτερο ναό στον τότε γνωστό κόσμο. Όταν ο Αντίοχος πέθανε το 164 π.Χ., η κατασκευή του ναού σταμάτησε ξανά.
Το 86 π.Χ., όταν οι ελληνικές πόλεις περιήλθαν υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας μετέφερε κίονες από τον (ημιτελή;) ναό στη Ρώμη, για να κοσμήσει τα κτήρια του Καπιτωλίου (ίσως το ναό του Jupiter Optimus Maximus στο Καπιτώλιο). Οι κίονες αυτοί επηρέασαν τη διάδοση και άνθιση του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη.
Ο ναός ολοκληρώθηκε τελικά το 129 μ.Χ. (ή το 131 μ.Χ. κατά άλλους) από τον αυτοκράτορα Αδριανό, που ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού.